καντιανός

καντιανός
-ή -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον Καντ
2. αυτός που ασπάζεται το φιλοσοφικό σύστημα τού Καντ, ο οπαδός τού καντιανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. λ. kantian < κύριο όν. Kant Immanuel, Γερμανός φιλόσοφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεοκαντιανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοκαντιανισμό 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο νεοκαντιανός, η νεοκαντιανή οπαδός τού νεοκαντιανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neokantian (< νε[ο] + καντιανός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”